-
1 διαφορά
διαφορά̱, διαφοράmoving hither and thither: fem nom /voc /acc dualδιαφορά̱, διαφοράmoving hither and thither: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 διαφορά
διά-ἀφοράωlook away from: pres subj act 1st sg (doric aeolic)διά-ἀφοράωlook away from: pres ind act 1st sg (doric aeolic)διά-ἀφοράωlook away from: pres subj act 1st sg (epic doric aeolic)διά-ἀφοράωlook away from: pres ind act 1st sg (epic doric aeolic)——————διαφοράmoving hither and thither: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 διαφορα
ἥ1) различие, разница(τινος πρός τινα и πρός τι Arst., Plut.)
2) различие, неравенство3) видовое отличие, видовой признак(δ. εἰδοποιός Arst.)
4) вид, разновидность(αἱ διαφοραὴ καὴ τὰ γένη Arst.; ἰδέαι καὴ διαφοραί Plut.)
5) превосходство, преимущество6) разногласие, разлад, раздор, спор(πρός τινα Plat., Plut., τινι Eur. и τινι καί τινι Plat.)
τὰς διαφορὰς παντὴ μᾶλλον ἢ μάχῃσι καταλαμβάνειν Her. — улаживать спор любыми средствами, но не сражениями -
4 διαφορά
διαφορά, ᾶς, ἡ the state or relation of being different, freq. in ref. to worth, difference (s. διαφέρω 3; Thu. et al.; UPZ 110, 96 [164 B.C.]; pap; Sir Prol., ln. 26; 1 Macc 3:18; Wsd 7:20; TestAbr A 5 p. 82, 4 [Stone p. 12] τὴν δ. τῆς ὁμιλίας ‘worthwhile conversation’ [cp. Just., A I, 21, 4] εἰς δ. καὶ προτροπὴν τῶν ἐκπαιδευομένων ‘for the improvement and encouragement of the young’; Tat.; Ath., R. 76, 20) δ. πολλή a great difference (Jos., Vi. 2; cp. Philo, Op. M. 134) B 18:1; D 1:1. [διαφο]|ρά τε πολλὴ [μεταξὺ]| τῶν ἀφθάρ[τ]ω̣[ν] (there exists) a great difference[between] the incorruptible things Ox 1081, 3–5 (restored after Coptic SJCh 89, 1f). μεταξύ τινος καὶ ἄλλου betw. someone and another MPol 16:1. μὴ εἰδότ[ες τὴν διά]|φ[ο]ραν τα[ύτην ἀπέ]|θα̣νον̣ (restoration of Ox 1081, 22–24 by Till based on Coptic SJCh 89, 19–20) inasmuch as (erring human beings) did not recognize this distinction (between the transitory and the intransitory), they died.—DELG, and Frisk s.v. φέρω. M-M s.v. διάφορος. -
5 διαφορά
η1) различие, разница;ουσιαστική διαφορά — существенная разница;
ταξική διαφορά — классовые различия;
διαφορά στην ηλικία (στην τιμή) — разница в годах (в цене);
η διαφορά είναι στο ότι... — разница в том, что...;
με τη διαφορά ότι... — с той разницей, что...;
2) несогласованность, отсутствие единства; расхождение, разногласие;διαφορά απόψεων ( — или αντιλήψεων, γνωμών) — расхождения во взглядах, разногласия;
3) спор, конфликт;λύνω τη διαφορά — разрешить конфликт, спор;
4) доход, прибыль;5) мат. остаток;§ βς μοιράσωμε την διαφορά — давайте пойдём на компромисс
-
6 διαφόρα
διᾱφόρᾱ, διά-ἀφοράωlook away from: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)διαφόρᾱ, διά-ἀφοράωlook away from: pres imperat act 2nd sgδιαφόρᾱ, διά-ἀφοράωlook away from: pres imperat act 2nd sg (epic)διαφόρᾱ, διά-ἀφοράωlook away from: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)διαφόρᾱ, διά-ἀφοράωlook away from: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
7 διαφορά
ἡ διαφορά 1. различие; 2. рознь, раздор -
8 διαφορᾶ
Βλ. λ. διαφορά -
9 διαφορᾷ
Βλ. λ. διαφορά -
10 διαφορά
δια-φορά, ἡ, (1) Verschiedenheit; παρά τι, in Beziehung auf; dah. Art, Abteilung. (2) Vorzüglichkeit, Auszeichnung. (3) Uneinigkeit, Zwist; διαφορὰν ἔχειν τινί, einen Streit mit j-m haben; ἐν διαφορᾷ καταστῆναί τινι, in Streit sein mit -
11 διάφορα
διάφοροςdifferent: neut nom /voc /acc pl -
12 διάφορα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διάφορα
-
13 διαφορά
[диафора] ουσ. Θ. различие, отличие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαφορά
-
14 διαφορά,-ᾶς
+ ἡ N 1 0-0-0-0-4=4 1 Ezr 4,39; 1 Mc 3,18; Wis 7,20; Sir prol., 26difference, diversity -
15 διαφορά
[диафора] ουσ θ различие, отличие. -
16 διαφορά
II difference, Th.3.10 (pl.), etc.; [full] περί τι D.H. Comp.15;θεοῦ πρὸς ἄνθρωπον Plu.2.1075c
; διαφορὰν ἔχειν to differ, Men.426.2 in Logic, the differentia of a species,ἐκ τοῦ γένους καὶ τῶν διαφορῶν τὰ εἴδη Arist.Metaph. 1057b7
, cf. Top. 139a29: hence in pl. of species or kinds, Id.Pol. 1285a1, 1289a20, Thphr. HP6.4.5;εἴδη καὶ δ. Plu.2.719e
; alsoκατὰ διαφορὰν ποιός Stoic.2.128
,al.III variance, disagreement, Hdt.1.1;δ. ἔχειν τινί E. Med.75
: pl., τὰς διαφορὰς διαιρέειν, καταλαμβάνειν, settle the differences, Hdt.4.23,7.9.β; δ. θέσθαι καλῶς And.1.140
;διαφοραὶ πρός τινας Pl.Phdr. 231b
;δ. πρὸς ἀλλήλους περί τινος Lys.25.10
;ἐν δ. καταστῆναί τινι Antipho 1.1
;δ. φιλοσοφίᾳ καὶ ποιητικῇ Pl.R. 607b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφορά
-
17 διαφορά
cпоротcпорГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > διαφορά
-
18 διαφορά
1) amplitude2) différence3) divergence -
19 διαφορά
różnica (f) rzecz. -
20 διαφορά
1) odchylka2) rozdíl3) rozdílnost4) rozpor
См. также в других словарях:
διαφορά — διαφορά̱ , διαφορά moving hither and thither fem nom/voc/acc dual διαφορά̱ , διαφορά moving hither and thither fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορᾷ — διαφορά moving hither and thither fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… … Dictionary of Greek
διαφόρα — διᾱφόρᾱ , διά ἀφοράω look away from imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) διαφόρᾱ , διά ἀφοράω look away from pres imperat act 2nd sg διαφόρᾱ , διά ἀφοράω look away from pres imperat act 2nd sg (epic) διαφόρᾱ , διά ἀφοράω look away from… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορά — η 1. απουσία κοινών στοιχείων, ομοιοτήτων: Απορώ πώς παντρεύτηκαν, με τόσες διαφορές χαρακτήρα που έχουν. 2. φιλονικία, ασυμφωνία απόψεων: Οι δυο γείτονες αποφάσισαν την επίλυση των διαφορών τους στο δικαστήριο. 3. (μαθημ.), το υπόλοιπο, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφορᾶ — διά ἀφοράω look away from pres subj act 1st sg (doric aeolic) διά ἀφοράω look away from pres ind act 1st sg (doric aeolic) διά ἀφοράω look away from pres subj act 1st sg (epic doric aeolic) διά ἀφοράω look away from pres ind act 1st sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφορα — διάφορος different neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολή — Διάφορα φυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται όταν στο χώρο επικαλύπτονται δύο περιοδικές διαταραχές κυματοειδούς τύπου και του αυτού είδους είτε μηχανικής (π.χ. ηχητικά κύματα) είτε ηλεκτρομαγνητικής (π.χ. φωτεινά κύματα) προέλευσης· τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
αεριούχα ποτά — Διάφορα αναψυκτικά που περιέχουν ανθρακικό οξύ. Παράγονται από κιτρικό ή τρυγικό οξύ και σόδα διαλυμένα σε οξυανθρακικό ύδωρ, στα οποία προστίθενται διάφορα αιθέρια έλαια (φυσικά ή τεχνητά) από λεμόνι, πορτοκάλι κλπ. και σιρόπι ζάχαρης. Πολλές… … Dictionary of Greek
διαφορᾶι — διαφορᾷ , διαφορά moving hither and thither fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφοράν — διαφορά̱ν , διαφορά moving hither and thither fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)